ἐπιλέκτους

ἐπιλέκτους
ἐπίλεκτος
chosen
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ATHANATI — I. ATHANATI Graece Α᾿θάνατοι, i. e. Immortales; Recentioribus Athenasi, militum genus, apud Imperat. Graecos. Quemadmodum enim apud Persas olim Legio erat militaris, qnam τῶ Α᾿ςθανάτων appellabant, uti docent Auctores laudati Brissonio de Regno… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • ικανάτα — ἱκανάτα, τὰ (Μ) εκλεκτό σώμα τής ανακτορικής φρουράς τού Βυζαντίου από επίλεκτους άνδρες, με επικεφαλής άρχοντες τής απόλυτης εμπιστοσύνης τού αυτοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + κατάλ. άτα (< λατ. ata ουδ. πληθ. τής atus)] …   Dictionary of Greek

  • ιππαγρέται — ἱππαγρέται, οι (Α) (στη Σπάρτη) τρεις άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀγρέται (< ἀγρέω)] …   Dictionary of Greek

  • κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… …   Dictionary of Greek

  • Ζάμπας, Ιωάννης — (Βόνιτσα ; – Άμφισσα 1824). Αγωνιστής του 1821. Ήταν κλέφτης και, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα. Σκοτώθηκε ενώ μαχόταν ηρωικά στην Άμφισσα. Ο αδελφός του, Εμμανουήλ, ο οποίος αγωνιζόταν υπό… …   Dictionary of Greek

  • Ζιάκας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, από την Τίστη των Γρεβενών. 1. Γερο Ζ. (18ος αι.). Έδρασε στη δυτική Μακεδονία. Τα δημοτικά τραγούδια και η παράδοση αναφέρουν ότι ήρθε σε σύγκρουση με τους δερβεναγάδες και μάλιστα με τον Αλή πασά τον… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντόπουλος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από τη Νίμπρο των Σφακίων Κρήτης. Λέγεται ότι ο γενάρχης της οικογένειας, Ιωσήφ, ίδρυσε το χωριό Μελιδόνι στην επαρχία Αποκορώνου, το 1730. Ο πατέρας τους, Κωνστάντουλας, υπήρξε οπλαρχηγός στην… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”